Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα λόγια του μ'

  • 1 λόγια

    τα
    1) слова; разговор;

    έχω να σας πω δυό λόγια — мне нужно вам сказать два слова;

    2) толки, слухи;

    λόγια του κόσμου — сплетни;

    § λόγια μετρημένα — немногословно, но веско;

    λόγια παχ(ε)ιά ( — или μεγάλα) — высокопарные, громкие слова; — хвастливые речи;

    κακά λόγια — сквернословие;

    λόγια του αέρα — пустая болтовня;

    τέτοια ώρα τέτοια λόγια — теперь уже поздно говорить об этом, что теперь можно сказать;

    είναι όλο λόγια — это только одни слова, одни обещания;

    είναι μόνο λόγια — одни слова; — пустые угрозы;

    άλλα λόγια ( — давайте) переменим тему разговора;

    μασάω τα λόγια μου — мямлить, выражаться неясно, двусмысленно; — уклончиво отвечать;

    παίρνω λόγια — а) выспрашивать; — б) узнавать стороной;

    βάζω λόγια — наговаривать, ссорить; — строить козни;

    δεν βρίσκω λόγια... — нет слов..., не нахожу слов (чтобы)...;

    χάνω τα λόγια μου — говорить впустую, тратить слова попусту;

    πιστεύω στα λόγια — верить на слово;

    περνώ από τα λόγια στην πράξη — переходить от слов к делу;

    ρίχνω λόγια στον αέρα — бросать слова на ветер;

    δεν μού αρέσουν τα λόγια — я не люблю пустых слов;

    (δεν) μετρώ τα λόγια μου — быть (не)сдержанным на язык;

    δεν παίρνει από λόγια — он слов не понимает, он никого не слушается, с ним ничего не поделаешь;

    ήρθαμε σε λόγια — мы повздорили, поссорились;

    με άλλα λόγια — а) другими словами, иначе говоря; — б) то есть;

    με λίγα λόγια — а) в нескольких словах, вкратце; — б) короче говори;

    με δυό λόγια ( — одним) словом;

    λίγα λόγια! παρακαλώ! — прошу короче!;

    τα πολλά λόγια είναι φτώχεια — погов, много слов — мало дела; — в многословии не без пустословия;

    χίλια λόγια ένά άσπρο — погов, не стоит тратить столько слов; — зря болтать — только время терять

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγια

  • 2 ἀ-λογία

    ἀ-λογία, , 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit ἀτοπία verbunden Epist. VII, 352 a; καίτοι πολλὴ ἀλογία, es ist unvernünftig, nachher gesteigert, μᾶλλον δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-λογία

  • 3 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 4 λόγιον

    λόγιον, ου, τό (Eur., Hdt.+, mostly of short divine sayings: Hdt. 8, 60, 3; Thu. 2, 8, 2; Polyb. 3, 112, 8; 8, 30, 6; Diod S 2, 14, 3; 2, 26, 9; 4, 65, 3 al.; Aelian, VH 2, 41. Likew. LXX [TManson, Goguel Festschr. ’50, 142f]; TestLevi 8:2; TestBenj 9:1 v.l.; EpArist 177; Philo, Congr. Erud. Grat. 134, Fuga 60, Mos. 2, 262, Praem. 1, Vi. Cont. 25; Jos., Bell. 6, 311; Just.) a saying, in our lit. only pl. (as also predom. in other wr.); of the revelations received by Moses λόγια ζῶντα Ac 7:38. Of God’s promises to the Jews Ro 3:2 (JDoeve, Studia Paulina [JdeZwaan Festschr.] ’53, 111–23). Of words fr. Scripture gener. (as Plut., Fab. 4, 5 of words fr. the Sibylline books; contrast the sg. of a biblical statement: Just., A I, 32, 14 κατὰ τὸ λόγιον [Is 11:1]; Did., Gen. 122, 24 [Eccl 8:1]); τὰ λόγια τοῦ θεοῦ (LXX; Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 68, 11]; cp. τὰ θεῖα λ. Did., Gen. 174, 16) Hb 5:12.—1 Cl 13:4; 19:1; 53:1. τὰ λ. τῆς παιδείας τοῦ θεοῦ the oracles of God’s teaching 62:3 (cp. τὰ τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας λ. Orig., C. Cels. 5, 29, 50). Also of NT sayings 2 Cl 13:3 (cp. vs. 4). Likew. τὰ λόγια τοῦ κυρίου the sayings of the Lord (Jesus; Marinus, Vi. Procli 26 p. 163, 50 Boiss. τὰ Ὀρφέως λόγια; TestBenj 9:1 v.l. ἀπὸ λογίων Ἑνώχ) Pol 7:1; cp. Papias (2:15f; in Eus., HE 3, 39, 1); AcPlCor 2:3 (Clem. Al., Quis Div. Salv. 3, 1; Iren. 1, Praef. 1 [Harv. I 2, 4]; cp. Just., D. 18, 1). Of the sayings of Christians who have been endowed with the gift of ministry through spoken words 1 Pt 4:11. For Papias s. also ἐξήγησις and κυριακός.—PNepper-Christensen, Mt ein Judenchristliches Evangelium? ’58, 37–56.—DELG s.v. λέγω B 2. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > λόγιον

  • 5 замирать

    замира||ть
    несов κοκκαλώνω / σταματώ, σβήνω (о звуках, движении и т. п.):
    \замирать от страха κοκκαλώνω ἀπ' τό φόβο· се́рдце \замиратьет πιάνεται ἡ ψυχή μου· слова \замиратьют τά λόγια του ἔμειναν μισά, τά λόγια του ἐσβησαν στά χείλη του.

    Русско-новогреческий словарь > замирать

  • 6 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 7 βγάλε

    με απ' την υποχρέωση избавь меня о этой обязанности;
    7) вывихнуть (сустав); έβγαλε το πόδι του он вывихнул себе ногу; 8) производить; создавать; выпускать;

    η περιοχή βγάλεει σταφύλια — область производит много винограда;

    βγάλε καλό λάδι — производить хорошее масло;

    τό πολυτεχνείο βγάλε καλούς μηχανικούς — политехнический институт выпускает хороших инженеров;

    9) давать, порождать;
    η τριανταφυλλιά έβγαλε μπουμπούκια роза дала бутон; έβγαλε σπυριά στο πρόσωπο у него на лице появились прыщи; η κλωσσα έβγαλε δέκα πουλιά наседка вывела десять цыплят; έβγαλε καλά παιδιά он вырастил хороших детей; 10) источать; выделять; выпускать;

    η λάμπα βγάλεει καπνό — лампа коптит;

    βγάλεει νερό ο τοίχος — стена отсыревает;

    βγάλε δάκρυα — а) плакать; — б) слезиться;

    βγάλε φλέ(γ)ματα — отхаркивать мокроту;

    έβγαλε τίς βλογιές он заболел оспой;
    11) зарабатывать, добывать;

    βγάλε πολλά λεφτά — много зарабатывать;

    βγάλε τό ψωμί μου — зарабатывать на хлеб;

    12) издавать (звук), произносить;

    βγάλε φωνή — кричать;

    δεν βγάλε ούτε άχνα — не проронить ни звука;

    βγάλε λόγο — произносить речь;

    13) издавать, публиковать, выпускать;

    βγάλε εφημερίδα — издавать газету;

    βγάλε ανακοίνωση — делать объявление;

    βγάλε απόφαση — выносить решение, приговор;

    14) выдвигать, продвигать; выбирать, избирать;

    βγάλε κάποιον βουλευτή — избирать кого-л. депутатом;

    15) заключать, делать заключение;
    думать, полагать;

    βγάλε τό συμπέρασμα — делать вывод;

    τί βγάλεεις από όσα σού είπα; — что ты думаешь о том, что я тебе сказал?;

    16) вычислять, подсчитывать;
    κάμε πάλι το λογαριασμό, δεν τάβγαλες σωστά! подсчитай снова, ты неправильно высчитал; 17) разбирать, расшифровывать, разгадывать;

    δεν βγάλε το γράψιμο ( — или τα γράμματα) του — я не разбираю его почерка;

    18) вести, приводить;
    τό μονοπάτι μ' έβγαλε στο ποτάμι тропинка привела меня к реке; 19) вести, провожать;

    βγάλε τα παιδιά περίπατο — водить детей на прогулку;

    βγάλε με ως το δρόμο проводи меня до дороги;
    20) угощать; 21) кончать, заканчивать;

    βγάλε τη σχολή — заканчивать школу;

    22) прожить, просуществовать; пережить;
    δεν θα βγάλει τη νύχτα ему не прожить и ночи; 23) называть, давать имя, прозвище;

    βγάλε κάποιου παρατσούκλι — давать кому-л. прозвище;

    πώς το βγάλανε το παιδί; как они назвали ребёнка?;
    24) вводить в моду; 25) уличать, изобличать; τον έβγαλα ψεύτη я его изобличил во лжи; ο θεός να με βγάλει ψεύτη пусть я окажусь плохим пророком;

    § βγάλε γλώσσα — быть дерзким (на язык), держать себя дерзко, нагло;

    βγάλε μίζα — нагреть себе руки на чём-л.;

    βγάλε την τσίπα — становиться беззастенчивым;

    βγάλε όνομα — приобрести имя, известность;

    прослыть (кем-л.);

    βγάλε τό όνομα κάποιου — лишать доброго имени, позорить, дискредитировать кого-л.;

    βγάλε είσιτήρια — брать билеты;

    βγάλε τον ανήφορο — брать подъём;

    βγάλε τό άχτι μου πάνω σε κάποιον — вымещать, срывать свою злобу на ком-л.;

    βγάλε στη δημοπρασία (στο σφυρί) — продавить с аукциона (с молотки);

    βγάλε στο λοτό — разыгрывать (что-л.) в лотерею;

    βγάλε στα ( — или στη) φόρα — разоблачать при всех, публично;

    βγάλε τα άπλυτα κάποιου — раскрывать чьй-л. грязные дело;

    βγάλε τα άπλυτα του στη φόρα — вывести кого-л. на. чистую воду;

    βγάλε τα μάτια μου — а) портить (себе) зрение; — б) причинять себе ущерб;

    βγάλε τό μάτι (τα μάτια) κάποιου — причинять кому-л. большой ущерб;

    τό μάτι σοδβγαλε; что плохого он тебе сделал?;
    θα βγάλουν τα μάτια τους они друг другу глаза выцарапают; βγάλτε τα μάτια σας сами разбирайтесь в своих делах;

    τα βγάλε πέρα — справляться (с чём-л.);

    μόλις τα βγάλε πέρα — едва сводить концы с концами;

    οπού μας βγάλει η άκρη а) будь что будет;
    б) куда глаза глядят;

    βγάλε στη μέση — а) ставить на обсуждение; — б) выдвигать новое утверждение;

    βγάλε κάτι απ' τη μέση — отодвигать что-л.;

    βγάλε κάποιον απ' τη μέση — устранять, убирать, нейтрализовать кого-л.;

    τον έβ- γαλα απ' την καρδιά μου я вырвал его из своего сердца;
    βγάλ' το απ' το νού (или μυαλό, κεφάλι) σου выбрось это из головы; не надейся и не жди;

    βγάλε τό λαρύγγι ( — или τό λαιμό, τα πνευμόνια) μου — кричать во всё горло, орать; — драть глотку (прост,);

    έβγαλα το λαρύγγι μου να φωνάζω я надорвал глотку кричавши;
    του 'βγάλε τα πόδια у него гудели ноги (от ходьбы);

    βγάλεει τα λόγια του με την τσιμπίδα — он очень молчаливый; — из него слова не вытянешь;

    βγάλεει οχτώ και τρώει δέκα — он живёт не по средствам;

    βγάλεει και από τη μύγα ξύγκι — а) он очень скуп; — б) он жестокий эксплуататор;

    μου έβγαλε την ψυχή (или τό θεό, την πίστη) (ανάποδα) он из меня всю душу вытянул;
    έβγαλα το σβέρκο μου να τελειώσω... я измучился, пока не закончил...; μου το 'βγάλε απ' τη μύτη мне боком вышло его благодеяние;

    του βγάλε το καπέλλο — я преклоняюсь перед ним; — я снимаю перед ним шляпу;

    τον έβγαλαν στο γαϊδουροπάζαρο его сделали посмешищем;
    βγάλ' τον κόρακα (или τον περίδρόμο, το σκασμό) перестань болтать; βγάλ' τη σκούφια σου και βάρ' του сперва на себя посмотри; δεν έβγαλε ούτε άχ или δεν πρόφτασε να βγάλει άχ он и ахнуть не успел; του 'βγαλαν λάδι его сильно сжали, стиснули (в толпе); του 'βγαλαν το λάδι из него выжали все соки, его выжали как лимон; τον έβγαλαν (ένα) λάδι (или αθώο) его оправдали, обелили; τοΒβγαλε το τομάρι он его ободрал как липку; έβγαλα τα μουλάρια меня сильно укачало; έβγαλα τα συκώτια μου (или τάντερά μου) меня с души воротит;

    τό γινάτι βγάλεει μάτι — упрямство до добра не доведёт;

    βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά посл, заставлять другого таскать каштаны из огня; чужими руками жар загребать;

    βγάλε νερό με το καλάθι — погов, носить воду решетом; — толочь воду в ступе;

    απ' το 'να αφτί τα μπάζει κι' απ' τ' άλλο τα βγάλεει — погов, в одно ухо влетает, а в другое вылетает;

    όποιος βγάνει και δεν βάνα, γλήγορα τον πάτο φτάνει посл, без расчёту жить — себя губить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάλε

  • 8 пустой

    пуст||ой
    прил
    1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):
    \пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·
    2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:
    \пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·
    3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:
    \пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό.

    Русско-новогреческий словарь > пустой

  • 9 πιστεύω

    πιστεύω (Trag.+) impf. ἐπίστευον; 1 aor. ἐπίστευσα; pf. πεπίστευκα; plpf. πεπιστεύκειν Ac 14:23 (on the omission of the augment s. B-D-F §66, 1; Mlt-H. 190). Pass.: fut. 3 pl. πιστευθήσονται Gen 42, 20; 1 aor. ἐπιστεύθην; pf. πεπίστευμαι (the word does not occur in Phlm, 2 Pt, 2 and 3J, Rv, MPol, or D. But it is a special favorite of J and 1J, where it is found 96 times and 9 times respectively; πίστις is not found in the gospel at all, and occurs in 1J only once, 5:4. Our lit. uses it quite predominantly in a transcendent sense, or at least w. transcendent coloring).
    to consider someth. to be true and therefore worthy of one’s trust, believe
    believe (in) someth., be convinced of someth., w. that which one believes (in) indicated
    α. by acc. of thing (Soph., Oed. Rex 646 τάδε; Aristot., Analyt. Pr. 2, 23, 68b, 13 ἅπαντα; PSI 494, 14 μηθέν; UPZ 70, 29 [152/151 B.C.] π. τὰ ἐνύπνια; ApcEsdr 7:12 p. 32, 26 τὸ βιβλίον τοῦτο) ἡ ἀγάπη πάντα πιστεύει 1 Cor 13:7. πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην we believe in the love 1J 4:16. πιστεύεις τοῦτο; J 11:26b. Cp. Ac 13:41 (Hab 1:5). Pass. ἐπιστεύθη τὸ μαρτύριον ἡμῶν our testimony was believed 2 Th 1:10b (cp. Aristot., EN 10, 2 p. 1172b, 15 ἐπιστεύοντο οἱ λόγοι; Gen 42:20).
    β. by means of a ὅτι-clause believe that (Plut., Mor. 210d; Aelian, VH 1, 16 p. 8, 9; Herm. Wr. 4, 4: Porphyr., Ad Marcellam 24; PLond III, 897, 12 p. 207 [I A.D.]; Tob 10:8 S; Job 9:16; 15:31; 39:12; La 4:12; 4 Macc 7:19; TestAbr A 18 p. 100, 18 [Stone p. 48]; ParJer 6:7; Just., A I, 18, 2 al.; Orig., C. Cels. 4, 89, 16) μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις Lk 1:45 (ὅτι here may=for: s. ὅτι 4b).—Mk 11:23; cp. vs. 24; J 8:24 (ὅτι ἐγώ εἰμι as Is 43:10); 11:27, 42; 13:19; 14:10; 16:27, 30; 17:8, 21; 20:31a; Ac 9:26; Ro 6:8; 10:9; 1 Th 4:14; Hb 11:6; Js 2:19a; 1J 5:1, 5; Hv 3, 8, 4; 4, 2, 4; m 1:1; 6, 2, 10b; Hs 2:5.—[ὅτι εἷς θεός] καὶ εἷς χριστός AcPl Ha 1, 17; AcPlCor 1:8. π. περί τινος ὅτι believe concerning someone that J 9:18 (M. Ant. 1, 15, 5 πιστεύειν περὶ ὧν λέγοι ὅτι οὕτως φρονεῖ=believe concerning whatever he might say, that it was what he actually thought; Just., D. 10, 1 π. ἡμῶν• ὅτι ἐσθίομεν ἀνθρώπους.—π. περί τινος as Plut., Lyc. 19, 4; Jos., Ant. 14, 267).
    γ. by the acc. and inf. (pres. Pla., Gorg. 524a; PTebt 314, 3 [II A.D.]; 4 Macc 5:25; Jos., C. Ap. 2, 160; Just., A I, 8, 2 al.; Ath. 20, 3) πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ εἶναι τὸν Ἰησοῦν Ac 8:37b.—GMary 463, 8.—IRo 10:2.—By the inf. (Thu 2, 22, 1; Job 15:22; AscIs 2:10 εἰς οὐρανὸν ἀναβῆναι) πιστεύομεν σωθῆναι Ac 15:11 (difft. JNolland, NTS 27, ’80, 112f [inf. of result: ‘we believe (in order) to be saved’]).—By the acc. and ptc. ἐν σαρκὶ αὐτὸν πιστεύω ὄντα I believe that he was in the flesh ISm 3:1.
    δ. by means of the dat. of thing give credence to, believe (Aeschyl., Pers. 786 θεῶν θεσφάτοισιν; Soph., Phil. 1374 τοῖς ἐμοῖς λόγοις, El. 886; Pla., Phd. 88c, Leg. 7, 798d; Polyb. 5, 42, 9; 9, 33, 1; Herodian 7, 5, 5 ἐλπίδι κρείττονι; BGU 674, 6 τῷ λόγῳ; 2 Ch 9:6 τοῖς λόγοις; Ps 105:24; Pr 14:15; Sir 19:15; En 104:13 ταῖς βίβλοις; Philo, Leg. All. 3, 229 τοῖς κενοῖς λογισμοῖς, Virt. 68 the sayings of God; Jos., C. Ap. 2, 286, Ant. 10, 39 τ. λόγοις; Tat. 18, 2 ὕλης οἰκονομία; Ath. 30, 2 ταῖς γοναῖς τοῦ Διό; Iren. 1, 10, 2 [Harv. I 92, 4] ἡ ἐκκλησία … π. τούτοις [sc. κήρυγμα and πίστις]) οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου Lk 1:20 (cp. Iambl., ViPyth. 28, 148 περὶ θεῶν μηδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν ‘concerning the gods nothing is so marvelous that it should occasion unbelief’). τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ J 2:22. Cp. 4:50; 5:47ab. τοῖς γεγραμμένοις Ac 24:14 (Diod S 16, 52, 7 πιστεύσαντες τοῖς γεγραμμένοις). τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ θεοῦ 2 Cl 11:1 (Diod S 1, 53, 10 τῇ τοῦ προρρήσει πιστεύειν; 19, 90, 3). τῷ ψεύδει, τῇ ἀληθείᾳ 2 Th 2:11, 12. τῇ καταλαλιᾷ Hm 2:2. τῇ ἀκοῇ ἡμῶν (Is 53:1; cp. Jos., C. Ap. 2, 14 π. ἀκοῇ πρεσβυτέρων) J 12:38; Ro 10:16; 1 Cl 16:3. τοῖς ἔργοις J 10:38b (=their testimony); Hm 6, 2, 10a (that they are good and must be followed).—Pass. ἐπιστεύθη τῷ λόγῳ μου they believed my word Hm 3:3.
    ε. w. prepositional expressions: εἰς Ro 4:18, if εἰς τὸ γενέσθαι αὐτόν here is dependent on ἐπίστευσεν. πιστεύειν εἰς τὴν μαρτυρίαν believe in the witness 1J 5:10c. ὁ Χριστιανισμὸς οὐκ εἰς Ἰουδαϊσμὸν ἐπίστευσεν the Christian way of life/Christianity did not commit itself to the Judean way/Judaism (s. Hdb. ad loc.) I Mg 10:3a; cp. b (Χριστιανισμόν, εἰς ὸ̔ν πᾶσα γλῶσσα πιστεύσασα). On πιστεύειν εἰς τὸ ὄνομά τινος s. 2aβ below. πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ believe in the gospel (so Ps 105:12 ἐπίστευσαν ἐν τοῖς λόγοις αὐτοῦ. Rather in the sense ‘put one’s trust in’ Sir 32:21 μὴ πιστεύσῃς ἐν ὁδῷ ἀπροσκόπῳ. See B-D-F §187, 6; Rob. 540. ALoisy, Les Évangiles synopt. I 1907, 430; 434; comm.) Mk 1:15 (Hofmann understands it as ‘on the basis of’, Wohlenberg ‘bei’; Lohmeyer is undecided; Dssm. and Mlt. 67f ‘in the sphere of’; s. p. 235). ἐν τῷ εὐαγγελίῳ οὐ πιστεύω IPhld 8:2 (s. Bihlmeyer ad loc.).—ἐπί τινι: πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται Lk 24:25; Ro 9:33 (Is 28:16).
    w. the pers. to whom one gives credence or whom one believes, in the dat. (Demosth. 18, 10; Aristot., Rhet. 2, 14 p. 1390a, 32; Polyb. 15, 26, 6 τοῖς εἰδόσι τὴν ἀλήθειαν; Herodian 2, 1, 10; PHib 72, 18; POxy 898, 29; PTebt 418, 15; Ex 4:1, 5; 3 Km 10:7; 2 Ch 32:15; Tob 2:14; Jer 47:14; JosAs 13:10; Philo, Praem. 49; Just., A I, 33, 5, D 7, 2 al.) τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν they did not believe those who saw him after he was raised from the dead Mk 16:14. Cp. Mt 21:25, 32abc; Mk 11:31; 16:13; Lk 20:5; J 5:46a; Ac 8:12; 26:27a (τ. προφήταις as Jos., Ant. 11, 96); 1J 4:1; Hm 6, 1, 2ab.—Also of Jesus and God whom one believes, in that one accepts their disclosures without doubt or contradiction: Jesus: Mt 27:42 v.l.; J 5:38, 46b; 6:30; 8:45, 46; 10:37, 38a. God: J 5:24; Ro 4:3 (Gen 15:6), 17 κατέναντι οὗ ἐπίστευσεν θεοῦ (= κατέναντι θεοῦ ᾧ ἐπίστευσεν); Gal 3:6; Js 2:23; 1 Cl 10:6 (all three Gen 15:6). ὁ μὴ πιστεύων τῷ θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν 1J 5:10b. AcPl Ha 3, 7.
    w. pers. and thing added π. τινί τι believe someone with regard to someth. (X., Apol. 15 μηδὲ ταῦτα εἰκῇ πιστεύσητε τῷ θεῷ) Hm 6, 2, 6.—W. dat. of pers. and ὅτι foll. (ApcEsdr 4:35 p. 29, 12 Tdf.): πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί J 14:11a. Cp. 4:21; Ac 27:25.
    abs. (in which case the context supplies the obj., etc.; cp. ParJer 7:19 γέγονε δὲ τοῦτο, ἵνα πιστεύσωσιν) ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ• ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, μὴ πιστεύσητε do not believe (him or it [the statement]) Mt 24:23; cp. vs. 26; Mk 13:21; Lk 22:67; J 3:12ab; 10:25f; 12:47 v.l.; 14:29; 16:31; 19:35; 20:8, 25; cp. GJs 19:3. J 20:29ab πιστεύσαντες those who have nevertheless believed (it=the fact of the Resurrection); Ac 4:4; 26:27b; 1 Cor 11:18 πιστεύω I believe (it=that there are divisions among you); 15:11; Js 2:19b even the daemons believe this; Jd 5. Pass. καρδίᾳ πιστεύεται with (or in) the heart men believe (it=that Jesus was raised fr. the dead) Ro 10:10.
    believe = let oneself be influenced κατά τινος against someone Pol 6:1.
    πιστεύομαι I am believed, I enjoy confidence (X., An. 7, 6, 33; Diod S 5, 80, 4 τοῖς μάλιστα πιστευομένοις ἐπηκολουθήσαμεν; 17, 32, 1; 1 Km 27:12; Jos., Ant. 10, 114; PGM 12, 279 πιστευθήσῃ=you will be believed) of Eve παρθένος πιστεύεται people believe that she is a virgin Dg 12:8, or perh. a virgin is entrusted (to someone without fear). S. 3 below.
    to entrust oneself to an entity in complete confidence, believe (in), trust, w. implication of total commitment to the one who is trusted. In our lit. God and Christ are objects of this type of faith that relies on their power and nearness to help, in addition to being convinced that their revelations or disclosures are true. The obj. is
    given
    α. in the dat. (cp. Soph., Philoct. 1374 θεοῖς πιστ.; X., Mem. 1, 1, 5; Ps.-Pla., Epinom. 980c πιστεύσας τοῖς θεοῖς εὔχου; Ptolem. Lagi [300 B.C.]: 138 Fgm. 8 Jac.; Maximus Tyr. 3, 8k τῷ Ἀπόλλωνι; Epict., app. E, 10 p. 488 Sch. θεῷ; Himerius, Or. 8 [=23], 18 πῶς Διονύσῳ πιστεύσω; how can I trust D.?; UPZ 144, 12 [164 B.C.] τ. θεοῖς; Jdth 14:10; Wsd 16:26; 4 Macc 7:21 al. in LXX; Philo, Leg. All. 3, 229 πιστεύειν θεῷ, Rer. Div. Her. 92 μόνῳ θεῷ, Op. M. 45, Sacr. Abel. 70 τῷ σωτήρι θεῷ, Abr. 269, Mos. 1, 225, Virt. 216 [on faith in Philo s. Bousset, Rel.3 446ff; EHatch, Essays in Biblical Gk. 1889, 83ff; ASchlatter, D. Glaube im NT4 1927; EBréhier, Les idées philosophiques et religieuses de Philon d’Alexandrie 1908, 21925; HWindisch, Die Frömmigkeit Philos 1909, 23ff; HWolfson, Philo ’47 I, 143–56, esp. II, 215–18; WPeisker, D. Glaubensbegriff bei Philon, diss. ’36]; Jos., Ant. 2, 117; 333; 3, 309; 20, 48, Bell. 3, 387 [s. ASchlatter, D. Theol. d. Judentums nach d. Bericht des Jos. ’32, 104ff]; Just., A I, 18, 6 al.). Some of the passages referred to in 1b above, end, are repeated, since they may be classified here or there w. equal justification. Of God: π. τῷ θεῷ (Orig., C. Cels. 4, 89, 15) Ac 16:34; 13:12 D; Tit 3:8; PtK 4 p. 16, 2; B 16:7; Hm 12, 6, 2; Hs 5, 1, 5. Cp. m 1:2; AcPl Ha 10, 13f. τῷ κυρίῳ (Sir 11:21; 2:8) Hv 4, 2, 6. οἱ πιστεύσαντες τῷ κυρίῳ διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Hs 9, 13, 5. τῷ θεῷ w. ὅτι foll. m 9:7; cp. Hs 1:7.—Of Christ: Mt 27:42 v.l. (for ἐπʼ αὐτόν); J 6:30 (σοί=vs. 29 εἰς ὸ̔ν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος); J 8:31 (αὐτῷ=vs. 30 εἰς αὐτόν, but see Mlt. 67f; JSwetnam argues for a plpf. sense here: Biblica 61, ’80, 106–9); Ac 5:14; 18:8a (both τῷ κυρίῳ); Ro 10:14b (οὗ οὐκ ἤκουσαν = τούτῳ [about equivalent to εἰς τοῦτον; cp. vs. 14a] οὗ οὐκ ἤκ.); 2 Ti 1:12; ITr 9:2; Hs 8, 3, 2.—Pass. be believed in (X., Cyr. 4, 2, 8; 6, 1, 39; Pla., Lach. 181b; Ps.-Demosth. 58, 44 al.; 1 Km 27:12; Just., D. 7, 3; Tat. 10, 2. S. B-D-F §312, 1; also s. Rob. 815f) ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ 1 Ti 3:16.—π. τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ believe in the name of the Son, i.e. believe in the Son and accept what his name proclaims him to be 1J 3:23.
    β. w. εἰς (cp. Hippol., Elench. 6, 19, 7 W. οἱ εἰς τὸν Σίμωνα καὶ τὴν Ἑλένην πεπιστευκότες; Just., D. 35, 8 al.) God (BGU 874, 11 π. εἰς τὸν θεόν): J 12:44b; 14:1a (cp. ET 21, 1910, 53–57; 68–70; 138f); 1 Pt 1:21 v.l.=Pol 2:1.—Christ: Mt 18:6; Mk 9:42; J 2:11; 3:15 v.l., 16, 18a, 36; 4:39; 6:29, 35, 40, 47 v.l.; 7:5, 31, 38f, 48; 8:30; 9:35f; 10:42; 11:25, 26a, 45, 48; 12:11, 36 (εἰς τὸ φῶς), 37, 42, 44a, 46; 14:1b, 12; 16:9; 17:20; Ac 10:43; 14:23; 18:8 D; 19:4; Ro 10:14a; Gal 2:16; Phil 1:29; 1 Pt 1:8; 1J 5:10a; AcPlCor 2:31; Hs 8, 3, 2.—εἰς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ (or αὐτοῦ, etc.) J 1:12; 2:23; 3:18c; 1J 5:13 (s. ὄνομα 1dβ and s. 2aα above, end). π. εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ITr 2:1. π. εἰς τὸ αἷμα Χριστοῦ ISm 6:1.
    γ. w. ἐπί and dat., of God Ac 11:17 D. Of Christ: Mt 27:42 v.l.; J 3:15 v.l.; Ro 9:33; 10:11; 1 Pt 2:6 (the last three Is 28:16); 1 Ti 1:16.
    δ. w. ἐπί and acc. (Wsd 12:2; Just., D. 46, 1 al.) of God: Ac 16:34 D; Ro 4:5, 24; PtK 3 p. 15, 12. Of Christ: Mt 27:42; J 3:15 v.l.; Ac 9:42; 11:17; 16:31; 22:19.
    ε. π. ἔν τινι believe in someone (Jer 12:6; Da 6:24 Theod.; Ps 77:22) is questionable in our lit.: in J 3:15 the best rdg. is ἐν αὐτῷ and is prob. to be construed w. ἔχῃ (in J πιστεύω usually takes the prep. εἰς when expressing the obj. of belief, as in 3:16); in Eph 1:13 both occurrences of ἐν ᾧ are prob. to be construed w. ἐσφραγίσθητε (=‘in connection with whom you have been sealed’ [cp. 4:30]); the acts of hearing and believing are coordinate, and πιστεύσαντες, along w. ἀκούσαντες, is used abs. (so REB; less clearly NRSV). But s. 1aε above: π. ἐν τῷ εὐαγγελίῳ Mk 1:15; IPhld 8:2.
    not expressed at all (the abs. πιστεύειν in a transcendent sense: Aeschin., In Ctesiph. 1 ἐγὼ πεπιστευκὼς ἥκω πρῶτον τοῖς θεοῖς; Aristot., Rhet. 2, 17, 1391b, 1ff; Plut., Mor. 170f; Porphyr., Ad Marcellam 24 πιστεῦσαι δεῖ, ὅτι [=because] μόνη σωτηρία ἡ πρὸς τὸν θεὸν ἐπιστροφή; Herm. Wr. 9, 10ab ἐπίστευσε καὶ ἐν τῇ καλῇ πίστει ἐπανεπαύσατο; cp. 1, 32 πιστεύω καὶ μαρτυρῶ=PapBerl 9795 [RReitzenstein, Studien z. antiken Synkretismus 1926, p. 161, 2]; Num 20:12; Ps 115:1; Is 7:9; Sir 2:13; 1 Macc 2:59; Philo, Rer. Div. Her. 14; 101, Deus Imm. 4, Mut. Nom. 178; τότε πιστεύσεις θέλων καὶ μὴ θέλων Theoph. Ant. 1, 8 [p. 74, 7]) Mk 15:32; 16:16f; Lk 8:12f; J 1:7, 50; 3:15, 18b; 4:41f, 48, 53; 5:44; 6:36, 47, 64ab, perh. 69 (MEnslin, The Perf. Tense in the Fourth Gosp.: JBL 55, ’36, 121–31, esp. 128); 9:38; 10:26; 11:15, 40; 12:39; 20:31b; Ac 4:4; 8:13, 37a; 11:21; 13:12, 39, 48; 14:1; 15:5, 7; 17:12, 34; 18:8b, 27; 19:2; 21:25; Ro 1:16; 3:22; 4:11; 10:4; 13:11; 15:13; 1 Cor 1:21; 3:5; 15:2; Gal 3:22; Eph 1:13, 19; 1 Th 2:10, 13; Hb 4:3; 1 Pt 2:7; 1 Cl 12:7; 2 Cl 17:3; 20:2; B 9:3; B 11:11; ISm 3:2; Hs 8, 10, 3; 9, 17, 4; 9, 22, 3. τὸ πιστεύειν faith IMg 9:2. ἐν ἀγάπῃ πιστεύειν IPhld 9:2 (ἐν ἀγάπῃ is here used adv.).—Participles in the var. tenses are also used almost subst.: (οἱ) πιστεύοντες (the) believers, (the) Christians (Orig., C. Cels. 1, 13, 34; Did., Gen. 106, 6) Ac 2:44; Ro 3:22; 1 Cor 14:22ab (opp. οἱ ἄπιστοι); 1 Th 1:7; Hs 8, 3, 3. (οἱ) πιστεύσαντες (those) who made their commitment = (those) who became believers, (the) Christians, Ac 2:44 v.l.; 4:32; 2 Th 1:10a; 2 Cl 2:3; Hs 9, 19, 1. οἱ πεπιστευκότες those who became (and remained) believers Ac 19:18; 21:20 (Just., D. 122, 2).—οἱ μέλλοντες πιστεύειν future believers 1 Cl 42:4; Hm 4, 3, 3a. οἱ νῦν πιστεύσαντες those who have just come to believe ibid. 4, 3, 3b.
    A special kind of this faith is the confidence that God or Christ is in a position to help suppliants out of their distress, have confidence (some of the passages already mentioned might just as well be classified here) abs. ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι may it be done to you in accordance with the confidence you have Mt 8:13. ὅσα ἂν αἰτήσητε πιστεύοντες whatever you pray for with confidence 21:22. Cp. Mk 5:36; 9:23f; Lk 8:50; 2 Cor 4:13a (Ps 115:1), b. W. ὅτι foll.: πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; do you have confidence that I am able to do this? Mt 9:28.—Mk 11:23.
    entrust τινί τι someth. to someone (X., Mem. 4, 4, 17; Plut., Mor. 519e; Athen. 8, 341a; Lucian, Dial. Deor. 25, 1; SIG2 845, 7, see for numerous other examples index VI p. 384b. Cp. Wsd 14:5; 1 Macc 8:16; 4 Macc 4:7; TestJob 11:11; Jos., Bell. 4, 492; Hippol., Ref. 9, 12, 6) τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; Lk 16:11. αὐτῷ τοσούτων πιστευο̣μ̣έ̣ν̣ω̣ν̣ since so many (or so much) were ( was) entrusted to him AcPl Ha 7, 21 (connection uncertain). αὐτόν (so N. and Tdf.; v.l. ἑαυτόν) τινι trust oneself to someone (Brutus, Ep. 25; Plut., Mor. 181d ἀνδρὶ μᾶλλον ἀγαθῷ πιστεύσας ἑαυτὸν ἢ ὀχυρῷ τόπῳ=entrusting himself to a good man rather than to a stronghold; EpArist 270; Jos., Ant. 12, 396) J 2:24 (EStauffer, CDodd Festschr., ’56, 281–99.—Diod S 34 + 35 Fgm. 39a οὐ τοῖς τυχοῦσι φίλοις ἑαυτὸν ἐπίστευσεν=he did not trust himself to casual friends).—Pass. πιστεύομαί τι (B-D-F §159, 4) I am entrusted with someth. (Pla., Ep. 1, 309a; Polyb. 8, 17, 5; 31, 26, 7; Diod S 20, 19, 2; Appian, Bell. Civ. 2, 136 §568 ἃ ἐπιστεύθην; ins; pap [e.g. PLond I, 121, 608 p. 203]; Jos., Bell. 5, 567, Vi. 137; Ath. 24, 3. Cp. Esth 8:12e.—Dssm., LO 320f [LAE 379]). ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ θεοῦ Ro 3:2. πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον Gal 2:7 (PGM 13, 140 ὁ ὑπό σου πάντα πιστευθείς; 446); cp. 1 Th 2:4; 1 Ti 1:11.—Tit 1:3. οἰκονομίαν πεπίστευμαι 1 Cor 9:17; cp. Dg 7:1. S. also 7:2; IMg 6:1; IPhld 9:1ab. πιστεύομαί τι παρά τινος I am entrusted by someone with someth. (Polyb. 3, 69, 1; Jos., Bell. 1, 667): οἱ πιστευθέντες παρὰ θεοῦ ἔργον τοιοῦτο 1 Cl 43:1.
    be confident about, a unique use found in ὸ̔ς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, someth. like the one is confident about eating anything Ro 14:2 (a combination of two ideas: ‘the pers. is so strong in the faith’ and: ‘the pers. is convinced that it is permissible to eat anything’; in brief: not cultically fussy. See Ltzm., Hdb. ad loc.; but also B-D-F §397, 2). Another probability is the sense
    think/consider (possible), in Ro 14:2 perh. holds everything possible; cp. J 9:18 οὐκ ἐπίστευσαν they refused to entertain the possibility, and Ac 9:26. S. 4 above.—For lit. s. πίστις, end. DELG s.v. πείθομαι. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πιστεύω

  • 10 αέρας

    ο
    1) воздух; атмосфера;

    καθαρός αέραέρας — чистый, свежий воздух;

    ρευστός αέρας физ. — жидкий воздух;

    πεπιεσμένος αέρας — сжатый воздух;

    ο αέρας γέμισε καπνό — воздух загрязнён дымом;

    2) ветер;

    ευνοϊκός αέρας — попутный ветер;

    ενάντιος ( — или αντίθετος) αέρας — встречный ветер;

    3) климат;

    ο αέρας τού νησιού δεν τον ωφελεί — климат острова для него вреден;

    4) осанка; манера держаться;

    αύτη έχει αέρα αρχοντιάς — у неё аристократическая манера держаться;

    5) малость; чуть-чуть;

    τό φόρεμα θέλει έναν αέρα μακρύτερο — платье надо чуть-чуть удлинить;

    6) тех (небольшой) зазор;
    7) уверенность, смелость в обращении;

    του λείπει ο αέραςу него нет уверенности (в манере держаться);

    8) проворство, сноровка, ловкость;

    πήρε τον αέρα της δουλείας — он освоился с работой;

    9) развязность, наглость;

    μπήκε στο γραφείο με αέρα — он бесцеремонно вошёл в кабинет;

    10) вознаграждение маклера или посредника;
    11) отступное;

    πήρε εκατό χιλιάδες αέρα — ему дали сто тысяч отступного;

    12) право на надстройку здания; верх здания (годный для надстройки);

    αγόρασα τον αέρα — я купил право на надстройку здания;

    13) вид (из окна);

    τό νέο κτίριο μας έκοψε τον αέρα — новое здание закрыло нам вид из окна;

    § λόγια τού αέρα — пустые слова;

    αέρας φρέσκος ( — или каβουρδιστός) — пустые слова, пустые обещания;

    έχω πολύν αέρα — воображать о себе;

    παίρνω πολύν αέρα — наглеть; — становиться нахальным;

    αέρα κοπανάω ( — или κοπανίζω) — а) заниматься бесполезным делом, толочь воду в ступе; — б) говорить на ветер, впустую;

    πήρε ο νούς του αέρας — или πήραν τα μυαλά του αέρα — он возомнил о себе; — он зазнался;

    τού'κοψα τον αέρα — я с него сбил спесь;

    αυτός πηγαίνει πάντα κατά πού φυσάει ο αέρας прям., перен. — он всегда плывёт по течению;

    στον αέρα — на ветер, напрасно, впустую;

    αέρα! — а) воен, ура! (при атаке); — б) долой!, вон!, убирайся!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αέρας

  • 11 κάνω

    1. μετ.
    1) (с сущ., обознач, действие, заключённое в значении сущ.) делать, совершать, выполнять;

    κάνω γυμναστική — делать гимнастику;

    κάνω τό χρέος μου — выполнять свой долг;

    κάνω τό θέλημα κάποιου — выполнить чьё-л. желание;

    κάνω θαύματα — творить чудеса;

    κάνω βόλτα — или κάν περίπατο — совершать прогулку, гулять;

    κάνω ταξίδι — совершать путешествие, путешествовать;

    κάνω συζήτηση — обсуждать;

    κάνω γαργάρα — полоскать горло;

    κάνω συμβόλαιο — заключать договор;

    κάνω брко давать клятву, клясться;

    κάνω πόλεμο — вести войну, воевать;

    κάνω φόνο — совершать убийство;

    κάνω χρέη — делать долги;

    κάνω δάνειο — занимать, брать, в долг, одалживать;

    κάνω πίστωση — давать в кредит;

    κάνω δώρα — делать подарки;

    κάνω τα τραταμέντα — угощать;

    κάνω ζευγάρι — пахать;

    κάνω μπουγάδα — делать стирку, стирать;

    κάνω μάθημα — а) преподавать; — б) заниматься, учиться;

    κάνω ταμείο — подсчитывать кассу;

    κάνω κόρτε — флиртовать, ухаживать;

    κάνω γύρο — или κάν κύκλο — делать крюк;

    κάνω λάθη — делать ошибки, ошибиться;

    κάν εκλογή — делать выбор;

    κάνω επίθεση — вести наступление, наступать;

    κάνω πανιά — распускать паруса;

    κάνω χάρη — миловать;

    κάν φασαρία — поднимать возню; — вызывать шум;

    κάνω τη δουλειά μου — а) заниматься своим делом; — б) добиваться своего;

    2) делать; изготовлять; создавать, производить;

    κάνω ρούχα — шить одежду;

    κάνω ποίημα — писать стихотворение;

    κάνω σιτάρι — производить хлеб;

    3) давать, приносить; рожать; нести (яйца);

    η μέλισσα κάνει μέλι — пчела приносит, даёт мёд;

    κάνω παιδιά — рожать детей;

    αυτοί δεν έκαναν παιδιά у них нет детей;

    κάνω μοσχαράκι — телиться;

    4) приводить в порядок, убирать, прибирать;

    κάνω τα κρεββάτια (τα δωμάτια) — убирать постель (комнату);

    κάνω την βαλίτσα μου — укладывать чемодан;

    5) (с сущ. обознач, профессию) заниматься (чём-л.); делать что-л, (профессионально);
    τί δουλειά κάνει; какая у него специальность?; чем он занимается?;

    κάνει το δικηγόρο — он адвокат;

    κάνει το γιατρό — он врач;

    6) приобретать, наживать;

    έχει κάνει πολλά λεφτά — он нажил много денег;

    κάνω φίλους (εχθρούς) — приобретать, наживать друзей (врагов);

    7) действовать, оказывать действие;
    производить какое-л. действие; τό φάρμακο μού έκανε καλό лекарство мне помогло; 8) доставлять; причинять; вызывать;

    κάνω όρεξη — вызывать аппетит;

    κάνω μεγάλο κακό — причинять большой ущерб;

    9) притворяться (кем-л.);

    κάνω τον άρρωστο — притворяться больным;

    κάνει πώς δεν τον βλέπει — он делает вид, что его не замечает;

    10) изображать, разыгрывать;
    исполнять роль, играть;

    τον Όθέλλο θα τον κάνει ο — А. Отелло будет играть Α.;

    κάνω τον κάργα ( — или τον γκιουλέκα) — строить из себя молодца, храбреца, храбриться;

    κάνω τό κορόιδο ( — или την πάπια, τον ψόφιο, κόρνο, την μπάμια) — прикидываться простачком;

    κάνω τό μεγάλο — важничать;

    11) считать, принимать (за кого-л.);
    τον έκανα γιά γνωστό μου я его принял за своего знакомого; 12) (с двойным вин. п.) делать (кого-л. кем-л., что-л, из чего-л.); превращать (во что-л.); переделывать;

    κάνω τίς δραχμές λεπτά — разменивать драхмы на лепты;

    τον έκαναν υπουργό его сделали, назначили министром;
    έκανέ το κάτω πάτωμα μαγαζί он сделал на первом этаже магазин; ικανέ την κόρη του δασκάλα он сделал свою дочь учительницей; έκανε το σπίτι του σχολείο он превратил свой дом в школу; 13) заставлять, принуждать; τον έκανα να ανακαλέσει τα λόγια του я заставил его взять назад свои слова; 14) тратить, расходовать (время); έκανε μιά ώρα να... ему нужен был час, чтобы...; έκανέ πολλή ώρα γιά να... он потратил много времени, чтобы...; 15) απρόσ.:

    κάνει κρύο (ζέστη, αέρα) — холодно (жарко, ветрено);

    § κάνω εντύπωση — производить впечатление;

    κάνω δεξίωση — устраивать приём;

    κάνω τό τραπέζι — давать обед; — угощать (кого-л.);

    κάνω έκπληξη — а) делать сюрприз;

    б) удивлять;

    κάνω λιανά — а) говорить, объяснять(ся) точнее; — объяснить (что-л, непонятное);

    б) разменять на мелкие деньги;

    κάνω ψυχικό — делать благодеяние;

    κάνω τόσα μίλια την ώρα — делать, проходить столько-то километров в час;

    κάνω παρέα κάποιον — составлять кому-л. компанию;

    κάνω παρέα με κάποιον — встречаться, дружить (с кем-л.);

    κάν τα δικά μου — поступать по-своему;

    κάνω του κεφαλιού μου — делать что-л, по своему разумению, никого не спрашивая;

    κάνω ό, τι μοβ κατέβει — делать, что в голову взбредёт;

    κάνω τό κέφι μου — или κάνω τό γούστο μου — поступать, делать как мне хочется;

    κάνω τό καπρίτσιο μου — выполнить, свой каприз;

    κάνω χωριό με κάποιο — ладить с кем-л., жить с кем-л. мирно;

    κάνω τα χαρτιά μου — оформлять документы;

    κάνω τό μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;

    κάνω στραβά μάτια — смотреть сквозь пальцы (на что-л.);

    κάν μπόϊ — подрастать;

    κάνω μάγουλα — поправляться;

    κάνω χρώμα — посвежеть, становиться здоровее;

    κάνω καρδιά ( — или κουράγιο) — набираться смелости, осмеливаться;

    κάνω χαλάστρα — портить дело, мешать;

    κάνω χαρτιά — раздавать карты;

    κάνω ουρά — становиться в очередь;

    κάνω τό καλό — делать добро;

    κάνω καλό σε κάποιον — делать добро кому-л.:

    κάνω σπίτι — а) строить дом; — б) обзаводиться семьёй;

    κάνω Πάσχα — справлять пасху;

    τα κάνω — испражняться;

    έχω να κάνω με... — иметь дело с...;

    τα κάνω όλα πάνω σε κάποιον ( — или στ' όνομα κάποιου) — переводить всё своё состояние на чьё-л. имя;

    του κάνω πλάτες — а) подставлять плечо, помогать; — б) потакать (кому-л.);

    κάν λόγο (γιά κάτι) — поговорить о чём-л., затронуть какой-л. вопрос;

    του έκανά λόγο (в прямой речи) я ему сказал, я ему намекнул;

    θα κάνω χωρίς αυτόν — я обойдусь без него;

    κάνω την ανάγκην φιλοτιμίαν — делать хорошую мину при плохой игре;

    κάνω μιά τρύπα στο νερό — носить воду решетом;

    τα κάνω απάνω μου — наложить в штаны;

    τό ιδιο κάνει — всё равно, не имеет значения;

    δεν έχει να κάνει — это неважно, это всё равно;

    τό καΐκι κάνει νερά — парусник течёт;

    τον κάνω καλά — а) я могу его вразумить; — б) я могу с ним справиться;

    τον βκανε σκουπίδι он его опозорил, смешал с грязью;
    τον έκανα Χριστό να καθίσει я его умолял остаться; έκανε φτερά он исчез, удрал, улетел; τον έκανε τ' αλατιού он его здорово исколотил; έκανα μαύρα μάτια γιά να σε ιδώ я все глаза проглядел, ожидая тебя; τα έκανε 8νω-κάτω или τα έκανε θάλασ- σα он всё перепутал; τα έκανε γυαλιά-καρφιά (или γης Μοδιάμ) он перевернул всё вверх дном; τον έκανε αποπαίδι он лишил его наследства; τον έκανε παιδί той он его усыновил;

    τί κάνεις;

    как поживаешь?, как дела?;

    δυό και δυό κάνουν τέσσερα — два и два—четыре;

    πέντε επί εξ κάνουν τριάντα — пятью шесть — тридцать;

    τί να κάν! — или τί να κάνουμε! — что делать?!; — что поделаешь?!;

    κάνει τον πετεινό βουβάλι — погов. он делает из мухи слона;

    2. αμετ.
    1) вести себя, делать, поступать;

    κάνω καλά — поступать хорошо;

    κάνω σαν παιδί — вести себя как ребёнок;

    κάνε ήσυχα! — веди себя спокойно!;

    κάνε γρήγορα! — поторопись!;

    τί να κάνουμε;
    как нам поступить?;

    δεν ξέρω τί να κάνω — я не знаю, что (мне) делать;

    καλά τούκανε так с ним и надо было поступить;
    2) жить, проживать; έκανε πολλά χρόνια στην Ελλάδα он много лет прожил в Греции; 3) подходить, годиться; быть впору;

    δεν μού κάνουν τα παπούτσια — ботинки мне не годятся, не впору;

    δεν κάνω γιά τέτοια δουλειά — я не гожусь для этой работы, эта работа мне не подходит;

    4) стоить, обходиться;

    πόσο κάνει; — сколько стоит?;

    5) (чаще αόρ. и μέλλον) быть, состоять (в какой-л. должности, в организации);
    έκανα στο κόμμα я состоял в партии, был членом партии; έκανε γραμματέας он был секретарём;

    θα κάνω αξιωματικός — я буду офицером;

    6):

    κάνω να... — пытаться, пробовать;

    εκανα να σηκωθώ я попытался встать;
    έκανε να φύγει он сделал попытку убежать, попробовал удрать; 7) приживаться; уживаться;

    η λεύκα κι' ο πλάτανος κάνουν σε υγρά μέρη — тополь и платан хорошо растут в сыром месте;

    δεν κάνω με την πεθερά μου — я не лажу с тёщей;

    8) απρόσ. можно, разрешается;

    κάνει να καπνίζω; — можно курить?;

    δεν κάνει να... — нельзя, не годится, не подобает, не пристало;

    δεν κάνει να τρως κρέας — тебе нельзя есть мясо;

    δεν κάνει να φέρνεσαι έτσι — тебе не подобает так себя вести;

    9) απρόσ. остаётся;

    κάνει να μού δώσεις δέκα δραχμές ακόμα — за тобой ещё десять драхм

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάνω

  • 12 лаять

    лаять
    несов γαυγίζω, ἀλυχτώ, ὑλακτω· ◊ собак» лает \лаять ветер носит погов. λόγια χαμένα, λόγια τοῦ ἀέρος.

    Русско-новогреческий словарь > лаять

  • 13 μέλι

    (-ιτος и -ιοϋ) τό прям., перен. мед;

    μέλι αλιφασκήσιο — липовый мёд;

    σταφύλια μέλι — виноград сладкий как мёд;

    τα λόγια του είναι μέλι — речи у него медовые;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — его уста источают мед;

    § ο μήνας τού μέλιτος — медовый месяц;

    όλα μέλι γάλα — все скандалы уже позади, они уже примирились; — всё теперь улажено

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέλι

  • 14 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 15 расходиться

    расходиться
    несов
    1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):
    гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·
    2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):
    они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·
    4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:
    \расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·
    5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:
    деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·
    6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·
    7. (о лучах) ἀποκλίνω·
    8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:
    9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του.

    Русско-новогреческий словарь > расходиться

  • 16 άνεμος

    ο
    1) ветер;

    ενάντιος άνεμος — встречный ветер;

    ούριος ( — или πρίμος) άνεμος — попутный ветер;

    2) πλ. ветры, газы;
    3) перен.: δουλειές τού ανέμου бесплодные занятия; пустое дело; λόγια τού ανέμου пустые слова; τί έκαμε;

    — — τον άνεμο κουβάρι! — что он сделал? — ничего!;

    § επί πτερύγων ανέμων а) как ветром сдуло; б) ветер в голове (о пустом, тщеславном человеке);
    στη διάθεση των τεσσάρων ανέμων по воле ветра; на произвол судьбы;

    άς πάει στον άνεμο! — а) пошёл к чёрту!; — б) чёрт с ним, ладно;

    άνεμος πού δεν μποδίζει, αφησε τον κι' ας βουίζει — посл, собака лает — ветер носит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άνεμος

  • 17 заключать

    ρ.δ.
    1. βλ. заключить.
    2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•

    из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;

    3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•

    книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•

    заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.

    1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•

    в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•

    никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.

    2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•

    все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•

    дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.

    3. τελειώνω, κλείνω•

    письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.

    Большой русско-греческий словарь > заключать

  • 18 отцов

    -а, -о
    επ.
    πατρικός, του πατέρα•

    я помню -ы слови θυμούμαι τα λόγια του πατέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отцов

  • 19 полюбить

    ρ.σ.μ. κ. αμ. αγαπώ•

    она другого -ла αυτή άλλον αγάπησε.

    || αρέσκομαι•

    он -ил читать αυτός αγάπησε το διάβασμα.

    αρέσω, αρέσκομαι, μου είναι αρεστό•

    ему -лось жить в деревне του άρεσε να ζει στο χωριό•

    нам -лись его слова μας άρεσαν τα λόγια του.

    Большой русско-греческий словарь > полюбить

  • 20 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

См. также в других словарях:

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα πληθ. του ουσ. ο λόγος 1. αυτά που λέει κάποιος, οι κουβέντες: Μου μίλησε με γλυκά λόγια. 2. φρ. «Λόγια παχιά ή λόγια του αέρα», καυχησιολογήματα, αερολογίες· «Είσαι μόνο λόγια», δεν πραγματοποιείς τις υποσχέσεις σου· «Μασάει τα λόγια του»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • Λα Φαγιέτ, Μαρία Μαντελέν, κόμισσα του- — (Maria Madeleine comtesse de La Fayette, Παρίσι 1634 – 1693). Γαλλίδα συγγραφέας. Κόρη μηχανικού, παντρεύτηκε στα 21 της χρόνια τον κόμη Λα Φαγιέτ, με τον οποίο ζούσε σχεδόν πάντα χωριστά. Γύρω στο 1665, με τη συνεργασία της Μαντάμ ντε Σεβινιέ… …   Dictionary of Greek

  • Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κροίσος — (6ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας (560 546 π.Χ.). Μετά την ενίσχυση της περσικής δύναμης, που υπήρξε έργο του Κύρου, διαισθάνθηκε την απειλή η οποία δημιουργήθηκε στα παλαιά σύνορα Λυδίας Περσίας στον ποταμό Άλυ (τα οποία είχαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»